Το Δικαστήριο της ΕΕ (ΔΕΕ) απορρίπτει με σημερινή του απόφαση την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η Κομισιόν κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ (ΓΔΕΕ) σχετικά με τα μέτρα που έλαβε κοινοπραξία ιταλικών τραπεζών προς στήριξη ενός εκ των μελών της, τονίζοντας ότι “ορθώς το ΓΔΕΕ έκρινε ότι τα μέτρα αυτά δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση καθότι δεν μπορούν να καταλογιστούν στο ιταλικό κράτος”.
Το τμήμα μείζονος συνθέσεως του ΔΕΕ, απορρίπτοντας την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η Κομισιόν, αποσαφηνίζει τη νομολογία του αναφορικά με τη δυνατότητα καταλογισμού στο κράτος μέτρων ενίσχυσης χορηγηθέντων από φορέα ιδιωτικού δικαίου ο οποίος δεν είναι ούτε δημόσιος οργανισμός ούτε δημόσια επιχείρηση.
Το ΔΕΕ υπενθυμίζει καταρχάς ότι, για να μπορούν τα πλεονεκτήματα να χαρακτηρισθούν ως “ενισχύσεις” κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, “πρέπει, αφενός, να έχουν παρασχεθεί άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους και, αφετέρου, να μπορούν να καταλογισθούν στο κράτος”.
Το ΔΕΕ κρίνει εν προκειμένω ότι ΓΔΕΕ εφάρμοσε ορθώς τη νομολογία κατά την οποία εναπόκειται στην Κομισιόν να αποδείξει, βάσει ενός συνόλου ενδείξεων, ότι τα επίμαχα μέτρα ήταν καταλογιστέα στο κράτος και, ως εκ τούτου, δεν υποχρέωσε την Κομισιόν να ανταποκριθεί σε υψηλότερο βαθμό αποδείξεως ως προς τη δυνατότητα καταλογισμού ενός πλεονεκτήματος στο κράτος, για τον λόγο και μόνον ότι η FITD είναι ιδιωτικός φορέας.
Στο πλαίσιο αυτό, το ΔΕΕ υπογραμμίζει ότι το γεγονός ότι “ο χορηγήσας την ενίσχυση φορέας έχει ιδιωτικό χαρακτήρα συνεπάγεται ότι οι ενδείξεις που είναι ικανές να αποδείξουν τη η δυνατότητα καταλογισμού του μέτρου στο κράτος διαφέρουν από εκείνες που απαιτούνται στην περίπτωση κατά την οποία ο χορηγήσας την ενίσχυση φορέας είναι δημόσια επιχείρηση”.
Ως εκ τούτου, κατά το ΔΕΕ, το ΓΔΕΕ “δεν επέβαλε διαφορετικό βαθμό αποδείξεως, αλλά, τουναντίον, εφάρμοσε την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, κατά την οποία οι ενδείξεις που είναι ικανές να αποδείξουν τη δυνατότητα καταλογισμού ενός μέτρου ενισχύσεως προκύπτουν κατ’ ανάγκην από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης”.
Το ΔΕΕ διευκρινίζει, επιπλέον, ότι “η νομολογία του σε σχέση με την έννοια του «κρατικού φορέα», δυνάμει της οποίας οι ιδιώτες δύνανται να επικαλούνται ανεπιφύλακτες και αρκούντως σαφείς διατάξεις οδηγίας, η οποία δεν έχει μεταφερθεί ή δεν έχει μεταφερθεί ορθώς στην εσωτερική έννομη τάξη, έναντι οργανισμών ή φορέων που υπόκεινται στην εποπτεία ή στον έλεγχο του κράτους δεν είναι δυνατόν να τύχει εφαρμογής στο ζήτημα της δυνατότητας καταλογισμού στο κράτος μέτρων ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ”.
Επιπλέον, το ΔΕΕ απορρίπτει το επιχείρημα της Κομισιόν με το οποίο προβάλλεται κίνδυνος καταστρατήγησης της νομοθεσίας περί τραπεζικής ένωσης. Το ΔΕΕ αναφέρει ότι “ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου που ελήφθη από σύστημα εγγυήσεως των καταθέσεων ως κρατικής ενίσχυσης δυνάμενης να ενεργοποιήσει την προμνησθείσα διαδικασία εξυγίανσης παραμένει δυνατός, αναλόγως των χαρακτηριστικών του εν λόγω συστήματος και του κρίσιμου μέτρου”.
Τέλος, το ΔΕΕο επιβεβαιώνει ότι το ΓΔΕΕ βασίστηκε “πράγματι στην ανάλυση του συνόλου των ενδείξεων τις οποίες έλαβε υπόψη της η Επιτροπή, εξεταζομένων εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, προκειμένου να διαπιστώσει ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον έκρινε ότι οι ιταλικές αρχές είχαν ασκήσει ουσιαστικό δημόσιο έλεγχο” κατά τον καθορισμό της εν λόγω παρέμβασης.
Πηγή : ΚΥΠΕ